ἐπικαλούμενος

ἐπικαλούμενος
ἐπικαλέω
summon
pres part mp masc nom sg (attic epic doric)
ἐπικαλέω
summon
fut part mid masc nom sg (attic epic doric)
ἐπικαλέω
summon
pres part mp masc nom sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Τόοροπ, Γιοχάνες Τέοντορ — επικαλούμενος Γιαν (Toorop, Ιάβα 1858 – Χάγη 1928). Ολλανδός ζωγράφος και σχεδιαστής. Σπούδασε στο Ντελφτ, στο Άμστερνταμ (1880 82) και τέλος στις Βρυξέλλες, όπου πήρε μέρος στο πρωτοποριακό κίνημα με τους Γ. Ένσορ και Φ. Κνοπφ. Στον μεγάλο του… …   Dictionary of Greek

  • αγνωστικιστής — ο [αγνωστικισμός] 1. αυτός που ασπάζεται τη θεωρία τού αγνωστικισμού 2. (με ευρύτερη έννοια) αυτός που διατηρεί μία συνεχή αμφιβολία για την ύπαρξη ή για τη δυνατότητα να γνωσθεί ένας θεός ή οποιαδήποτε έσχατη αρχή 3. αυτός που αναφέρεται στον… …   Dictionary of Greek

  • ενεύχομαι — ἐνεύχομαι (Α) 1. εκφράζω ευχή, επιθυμία 2. επικαλούμαι, παρακαλώ, ικετεύω 3. εξορκίζω κάποιον να κάνει κάτι επικαλούμενος θεία βοήθεια («ἐνεύχομαί σοι τήν Ἀφροδίτην μή ἀποκνήσῃς», πάπ.) …   Dictionary of Greek

  • λιτανεύω — (AM λιτανεύω) [λιτανός] 1. (αμτβ.) κάνω λιτανεία ή μετέχω σ αυτήν 2. (μτβ.) περιφέρω ένα ιερό αντικείμενο επικαλούμενος τη βοήθειά του («λιτανεύουν τὸ εἰκόνισμα», Μαχ.) μσν. αρχ. παρακαλώ, ικετεύω (α. «πολλὰ δέ μιν λιτάνευε γέρων ἱππηλάτα Οἰνεύς» …   Dictionary of Greek

  • νεκυόμαντις — νεκυόμαντις, άντεως, ό (Α) ο νεκρομάντης, ο επικαλούμενος τα πνεύματα τών νεκρών για να μαντεύσουν τα μέλλοντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νέκυς, υος «νεκρός» + μάντις] …   Dictionary of Greek

  • παιάνας — Αρχαία ελληνική σύνθεση, η οποία καταγόταν από ένα αρχικό ιερό τραγούδι προς τον Παιήονα Απόλλωνα (θεραπευτή). Ο π. κατόπιν χρησιμοποιήθηκε όχι μόνο για την αποτροπή ασθενειών, αλλά και για να υμνήσει τη νικηφόρα έκβαση ενός πολέμου, σύμφωνα με… …   Dictionary of Greek

  • όρκος — Κατά την αρχική εκδοχή του όρου είναι η επίσημη δήλωση, κατά την οποία ο άνθρωπος επικαλείται τη θεότητα ως μάρτυρα της αλήθειας της διαβεβαίωσης του ή ως εγγυητή της τήρησης υπόσχεσής του. Η έννοια αυτή διευρύνθηκε αργότερα ώστε να περιλάβει… …   Dictionary of Greek

  • Αρμενία — I Ιστορική γεωγραφική περιοχή (περ. 140.000 τ. χλμ.) της δυτικής Ασίας με ασφαλή μάλλον φυσικά σύνορα. Γενικά ως Α. ορίζεται η περιοχή που εκτείνεται σε μήκος μεταξύ του άνω ρου του Ευφράτη και της λεκάνης της Ουρμίας λίμνης και σε πλάτος μεταξύ… …   Dictionary of Greek

  • Βέδες — Αρχαία σοφιολογικά ινδικά κείμενα. Ο όρος σημαίνει την ιερήγνώση (βέδα, σανσκρ. γνώση). Οι Β. θεωρούνται από την παράδοση ως άμεση απόρροια εκ του Όντος κατά την εξέλιξη της δημιουργίας του κόσμου και αποκάλυψη που έγινε στους ιερούς προφήτες,… …   Dictionary of Greek

  • Καΐρης, Θεόφιλος — (Άνδρος 1784 – Σύρος 1853).Θεολόγος και φιλόσοφος, αγωνιστής του 1821 και Φιλικός, εισηγητής της θεοσέβειας. Μετά τις εγκύκλιες σπουδές του στις σχολές των Κυδωνιών, της Πάτμου και της Χίου, ταξίδεψε στην Πίζα (1801) και στο Παρίσι, όπου σπούδασε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”